- έλλαμψη
- η (AM ἔλλαμψις)1. ακτινοβολία, λάμψη2. ενθουσιασμός, έκστασηνεοελλ.στη μεταφυσική ψυχοβιολογία η απόκτηση υπερανθρώπινων ιδιοτήτωνμσν.ακτινοβολία θερμότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλλαμψη — η 1. λάμψη, ακτινοβολία, φωτισμός. 2. μτφ., ενθουσιασμός, έκσταση, φωτισμός της ψυχής από το Θεό: Κατάλαβα πως ήρθε σ εμένα η υπέρτατη έλλαμψη (Ζ. Παπαντωνίου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλλάμψῃ — ἐλλάμψηι , ἔλλαμψις shining fem dat sg (epic) ἐλλάμπω shine aor subj mid 2nd sg ἐλλάμπω shine aor subj act 3rd sg ἐλλάμπω shine fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)